ρικνώνω

ρικνώνω
ῥικνῶ, -όω, ΝΜΑ [ῥικνός]
1. κάνω κάτι να ζαρώσει, καθιστώ κάτι ρικνό, τό σκεβρώνω
2. (μέσ. και παθ.) ρικνώνομαι και ῥικνοῡμαι, -όομαι
α) γίνομαι ρικνός, συρρικνώνομαι, συμμαζεύομαι, συστέλλομαι
β) ρυτιδώνομαι, ζαρώνω
μσν.-αρχ.
1. συστέλλω
2. μέσ. (για ενδύματα) φθείρομαι, χαλώ
αρχ.
1. μέσ. χορεύω κάνοντας άσεμνες συστροφές τού σώματος, χωρεύω κάνοντας τσακίσματα
2. φρ. «ῥικνῶ πρὸς τινα» — συνουσιάζομαι με κάποιον, έχω σαρκικές σχέσεις με κάποιον
3. (κατά τον Ησύχ.) α) «ῥικνοῡσθαι
διέλκεσθαι, καὶ παντοδαπῶς διαφέρεσθαι κατ' εῑδος»
β) «ῥικνοῡται
λεπτύνεται. ἐπὶ τῶν ὀστέων τῶν γερόντων».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ρίκνωμα — το, Ν [ρικνώνω] ρίκνωση, ζάρωμα, σκέβρωμα, σταφίδιασμα …   Dictionary of Greek

  • ρίκνωση — η / ῥίκνωσις, ώσεως, ΝΜΑ [ῥικνῶ] το αποτέλεσμα τού ρικνώνω, ρυτίδωση, συστολή, ζάρωμα, ρίκνωμα …   Dictionary of Greek

  • ρικνούμαι — ΜΑ βλ. ρικνώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”